Γράφει ο Στάθης Παπαχρήστου.
Έχετε αναλογιστεί πόσο συχνά στην καθημερινότητα μας προβαίνουμε σε συγκεκριμένες ενέργειες οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικές εκφράσεις της συμπεριφοράς μας και της εν γένει προσωπικότητα μας; Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, όλοι μας προτού φύγουμε από το σπίτι μας για την εργασία μας ή για άλλες υποχρεώσεις μας, ελέγχουμε εάν έχουμε κλείσει τα παράθυρα και τις πόρτες, εάν έχουμε κλείσει το θερμοσίφωνα, εάν έχουμε βγάλει το σίδηρο από την πρίζα, εάν έχουμε σβήσει τα φώτα και άλλες παρόμοιες πράξεις προκειμένου να ξεκινήσει αρμονικά η ημέρα μας. Αυτή λοιπόν η έντονη ανάγκη να ελέγξουμε τα πράγματα γύρω μας, πολλές φορές οδηγεί σε τελετουργικές πράξεις και ενέργειες που ενδεχομένως να επηρεάζουν την καθημερινότητα μας σε αρνητικό βαθμό.
Με τον όρο Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή ή αλλιώς Ψυχαναγκαστική – Καταναγκαστική Διαταραχή (Obsessive – Compulsive Disorder) αναφερόμαστε σε μια σοβαρή και χρόνια νόσο, που ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των αγχωδών διαταραχών, κατά την οποία το άτομο έχει ανεξέλεγκτες, επαναλαμβανόμενες σκέψεις (ιδεοληψίες – ψυχαναγκασμοί) και συμπεριφορές (καταναγκασμοί) που το κάνουν να έχει την ανάγκη να τις επαναλαμβάνει ξανά και ξανά.
Τα βασικά συμπτώματα της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής, που είναι απαραίτητα για τη διάγνωση της, είναι 2: Οι ψυχαναγκασμοί και οι καταναγκασμοί (ανεξάρτητα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους). Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάζουν όλες τις πτυχές της ζωής τους, όπως η εργασία, το σχολείο και οι προσωπικές τους σχέσεις. Τα συμπτώματα μπορεί «να έρχονται και να φεύγουν», να μειωθούν με την πάροδο του χρόνου, ή και να επιδεινωθούν.
Ως ψυχαναγκασμοί ορίζονται οι επαναλαμβανόμενες επίμονες σκέψεις (αλλιώς και «ιδεοληψίες» ή «έμμονες ιδέες»), εικόνες ή παρορμήσεις που το άτομο τις βιώνει, στην αρχή ή κάποια στιγμή στην πορεία της διαταραχής, ως ενοχλητικές και ανεπιθύμητες, και οι οποίες του προκαλούν έντονο άγχος ή άλλου τύπου ψυχική δυσφορία. Παραδείγματα τέτοιων σκέψεων είναι: η σκέψη ότι μπορεί να πάθει κακό ο ίδιος ή κάποιο αγαπητό του πρόσωπο εξαιτίας κάποιας παράληψης του (συνήθως ήσσονος σημασίας), οι φοβίες για τα μικρόβια ή για άλλες σχετικές με τη σωματική και ψυχική υγεία καταστάσεις, ανεπιθύμητες – απαγορευμένες ή ταμπού σκέψεις που αφορούν το φύλο, τη θρησκεία και την κοινωνική του θέση, η ανάγκη διατήρησης των πραγμάτων και των προσωπικών του αντικείμενων σε συμμετρική ή «τέλεια» θέση, κ.α..
Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι το άτομο επιθυμεί να σταματήσουν αυτές οι σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις και προσπαθεί να τις αγνοήσει ή να τις καταστείλει με άλλες σκέψεις ή πράξεις. Με λίγα λόγια, το άτομο αντιλαμβάνεται τις επίμονες σκέψεις, εικόνες και παρορμήσεις σαν ξένες προς το εγώ του, ότι είναι προϊόντα του μυαλού του και δεν επιβάλλονται από εξωτερικούς παράγοντες.
Ως καταναγκασμοί ορίζονται οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή νοητικές πράξεις όπου το άτομο με Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή νιώθει την ανάγκη να τις κάνει ως αντίδραση/απάντηση/απόκριση σε κάποια αντίστοιχη έμμονη σκέψη (δηλ. ψυχαναγκασμό). Παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών και πράξεων αποτελούν: η υπερβολική καθαριότητα ή/και πλύσιμο των χεριών, ο επανειλημμένος έλεγχος πραγμάτων, όπως ο κατ’ επανάληψη έλεγχος για το αν μια πόρτα είναι κλειδωμένη, ή για το αν ο φούρνος/θερμοσίφωνας είναι εκτός λειτουργίας, η τοποθέτηση και διάταξη των αντικειμένων με ένα συγκεκριμένο τρόπο, η ανάγκη να πει από μέσα του κάποιες φορές μια φράση ή μια προσευχή προκειμένου να μην πάθει κάτι «κακό», κ.α.
Στους καταναγκασμούς μπορούμε να συμπεριληφθούν και οι επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις που κάνει ο πάσχων προς τους άλλους με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, προκειμένου να παίρνει ξανά και ξανά τις ίδιες καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις, κυρίως στις περιπτώσεις όπου ο ψυχαναγκασμός είναι κάποιος φόβος για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα άτομα με Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή παρουσιάζουν και κάποιο «τικ». Τα κινητικά τικ είναι ξαφνικές, σύντομες, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, όπως το να ανοιγοκλείνουν το μάτι (ή άλλες κινήσεις των ματιών), οι μορφασμοί του προσώπου, το ανασήκωμα των ώμων και το τίναγμα του κεφαλιού. Τα πιο συνήθη φωνητικά τικ περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενο «καθαρισμό» του λαιμού και η επαναλαμβανόμενη εισπνοή από την μύτη «σαν να μυρίζει κάτι».
Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ως προς τη διάγνωση της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής, καθώς δεν είναι σωστό να αποδίδουμε όλες τις επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, σκέψεις, ενέργειες ακόμα και «τελετουργικά» ως συμπτώματα ψυχαναγκασμού – καταναγκασμού. Σχεδόν όλοι μας θα ελέγξουμε κάποια πράγματα δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές για να βεβαιωθούμε για κάτι. Εντούτοις, ένα άτομο με Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή παρουσιάζει κάποια συγκεκριμένα σημάδια – ενδείξεις στη συμπεριφορά του όπως ότι: 1) Δεν μπορεί να ελέγξει τις σκέψεις ή τις συμπεριφορές του ακόμη και όταν συνειδητοποιεί ότι αυτές οι σκέψεις και συμπεριφορές είναι πράγματι υπερβολικές. 2) Δεν αντλεί ευχαρίστηση όταν εκτελεί τις επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές – πράξεις παρά μόνο παροδική ανακούφιση από το στρες που του προκαλούν οι ψυχαναγκασμοί – ιδεοληψίες. 3) Ξοδεύει τουλάχιστον 1 ώρα την ημέρα βυθισμένο στους ψυχαναγκασμούς – καταναγκασμούς του και 4) Παρουσιάζει έκπτωση στην ποιότητα ζωής του σε όλους τους τομείς (προσωπικό, οικογενειακό, επαγγελματικό, κοινωνικό).
H αιτιολογία της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής δεν είναι πλήρως διευκρινισμένη. Πρωταρχικό ρόλο φαίνεται να παίζουν οι βιολογικοί παράγοντες π.χ. κάποιο πρόβλημα στην επικοινωνία ανάμεσα στο μπροστινό τμήμα του εγκεφάλου και τις βαθύτερες εγκεφαλικές δομές. Οι ψυχαναγκασμοί, όπως οι κοινές ανησυχίες, δημιουργούνται σε συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου και ενώ θα έπρεπε να «φιλτράρονται», αυτό δεν γίνεται. Βασικός νευροδιαβιβαστής σε αυτό το κύκλωμα είναι η σεροτονίνη, η επαναφορά της οποίας στα φυσιολογικά επίπεδα οδηγεί σε ύφεση των συμπτωμάτων, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Επίσης, η εγκεφαλική δραστηριότητα των ασθενών με Ιδεοψυχυναγκαστική Διαταραχή διαφέρει από εκείνη των άλλων ατόμων, γεγονός που φαίνεται να επηρεάζει την επεξεργασία πληροφοριών και κατ’ επέκταση τη σκέψη, την αντίληψη και τη συμπεριφορά τους. Επιπλέον, η κληρονομικότητα επηρεάζει σε κάποιο βαθμό, καθώς σε οικογένειες όπου οι γονείς πάσχουν από Ιδεοψυχυναγκαστική Διαταραχή υπάρχουν λίγο αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν συμπτώματα και τα παιδιά.
Παρά την επικρατούσα άποψη περί κυριαρχίας των βιολογικών παραγόντων, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί και η σημασία των ψυχολογικών παραγόντων. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή έχουν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που τους δημιουργούσε στρες, άγχος, ανησυχίες, υπερβολικές ευθύνες και ανατράφηκαν με μεγάλη αυστηρότητα, υψηλά στάνταρ επιδόσεων, ενώ συχνά είχαν αγχώδεις γονείς με υψηλές απαιτήσεις από τα παιδιά τους. Με βάση τα παραπάνω προκύπτουν κάποια γνωρίσματα του χαρακτήρα των ατόμων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, τα οποία νιώθουν υπερβολικά αισθήματα ευθύνης για όλους και όλα γύρω τους, είναι διαρκώς ανήσυχα και στρεσαρισμένα και έχουν πολύ υψηλές προσδοκίες επίδοσης σε ό,τι αναλαμβάνουν από τον εαυτό τους και συχνά και από τους άλλους.
Όσον αφορά την επιδημιολογία της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής, προσβάλλει το 2% – 3% του πληθυσμού, με την αναλογία ανδρών και γυναικών να είναι σχεδόν ίδια (1 προς 1) αλλά με τις γυναίκες να εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά στην ενηλικίωση και τους άνδρες στην παιδική ηλικία. Συγκεκριμένα, η ηλικιακή έναρξη της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής κυμαίνεται στα κορίτσια από 20 ετών έως 24 ενώ στα αγόρια από 13 ετών έως 15. Η έναρξη είναι συνήθως σταδιακή και τοποθετείται στο τέλος της εφηβείας ή στην αρχή της ενήλικης ζωής. Στις Η.Π.Α. η μέση ηλικία εμφάνισης της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής είναι τα 19,5 έτη ενώ ένα 25% των περιπτώσεων ξεκινά από τα 14 έτη. Επίσης, οι επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή είναι η 4η πιο συχνή ψυχική διαταραχή μετά την κατάθλιψη και τις φοβίες, ενώ είναι 5 φορές πιο συχνή από τη σχιζοφρένεια και τη μανιοκατάθλιψη και 2 φορές πιο συχνή από τη διαταραχή πανικού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως σε όλες τις αγχώδεις διαταραχές, έτσι και στη Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, συχνό είναι το φαινόμενο της συννοσηρότητας (η εμφάνιση δηλαδή 2 η περισσότερων ψυχικών διαταραχών). Συγκεκριμένα, Η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή παρουσιάζει συχνή συννοσηρότητα με την κατάθλιψη που μπορεί να φτάσει και >50%, με άλλες αγχώδεις διαταραχές και κατάχρηση αλκοόλ. Επιπλέον, η συννοσηρότητα με διάφορες διαταραχές προσωπικότητας είναι επίσης αρκετά υψηλή (50%), όμως η συνύπαρξη με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας δεν ξεπερνάει το 20%.
Τέλος, όσον αφορά τη θεραπεία της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής, αυτή μπορεί να είναι φαρμακευτική ή ψυχοθεραπευτική ή και συνδυασμός και των δύο, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τη βαρύτητα της νόσου. Όσον αφορά τη φαρμακευτική αγωγή, κλινικές έρευνες των τελευταίων ετών έδειξαν ότι φάρμακα τα οποία επιδρούν στον νευρομεταβιβαστή σεροτονίνη μπορούν να μειώσουν σε σημαντικό βαθμό τα συμπτώματα της ΙΨΔ. Τα φάρμακα αυτά είναι συνήθως γνωστά ως «εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης – SSRIs», που χρησιμοποιούνται και στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, που όπως είδαμε συνυπάρχει συχνά με την Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή. Η βελτίωση με τα φάρμακα φτάνει στο 55%-65%. Ωστόσο, λόγω των υψηλών πιθανοτήτων υποτροπής, η λήψη τους είναι συνήθως μακροχρόνια. Ο λόγος της υποτροπής είναι ότι το άτομο δε μαθαίνει να διαχειρίζεται την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του με αποτέλεσμα να εξαρτάται η βελτίωσή του μόνο από τα φάρμακα. Έτσι, όταν σταματά την αγωγή και τα συμπτώματα ξαναέρχονται δεν ξέρει πώς να τα διαχειριστεί με αποτέλεσμα να υποτροπιάζει και να χρειάζεται να ξαναπαίρνει φάρμακα. Μάλιστα, η δοσολογία των φαρμάκων συνήθως αλλάζει και γίνεται ισχυρότερη όταν το άγχος του είναι έντονο. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι τα ψυχοφάρμακα μπορεί να προκαλέσουν παρενέργειες στον ασθενή.
Σχετικά με την ψυχοθεραπεία, έχει φανεί ότι η γνωσιακή/συμπεριφορική θεραπεία είναι η καλύτερα μελετημένη και αποτελεσματικότερη ψυχολογική παρέμβαση στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Περιλαμβάνει συστηματική και παρατεταμένη έκθεση του ασθενούς στα ερεθίσματα και στις καταστάσεις που πυροδοτούν ιδεοληψίες και άγχος. Το άτομο μαθαίνει να ελέγχει να διαχειρίζεται ορθά τα συμπτώματά του και έτσι γίνεται θεραπευτής του εαυτού του. Αποκτά δηλαδή τον έλεγχο του προβλήματος και αντί να τον ελέγχει η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, την ελέγχει ο ίδιος, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο λιγότερο πιθανή κάποια μελλοντική υποτροπή. Επιπλέον γίνεται προσπάθεια να μειωθεί η υπερεκτίμηση του κινδύνου και της προσωπικής ευθύνης για την αποτροπή που συχνά κυριαρχεί στον τρόπο σκέψης των ατόμων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Τέλος, σε περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαίο (με βάση την ένταση των συμπτωμάτων της διαταραχής καθώς και των προσωπικών αναγκών του θεραπευμένου) ο συνδυασμός της φαρμακευτικής αγωγής και κάποιας μορφής ψυχοθεραπείας, δίνει υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας.