Μοιραστείτε το άρθρο:

Γράφει ο Ψυχολόγος Ευστάθιος Παπαχρήστου.

Σε όλους μας έχουν υπάρξει περίοδοι στη ζωή μας που αισθανόμαστε περισσότερο ανησυχία, ταραχή ή δυσφορία. Πολύ συχνά λέμε ή ακούμε από άλλους να λένε «έχω έντονο στρες – άγχος», «είμαι αγχωτικό άτομο», «με κυριεύει το άγχος μου» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις, που καταδεικνύει μια κατάσταση ενοχλητική για το άτομο που τη βιώνει. Ωστόσο, η ύπαρξη κάποιων συμπτωμάτων (σωματικών ή/και ψυχολογικών) ως συνέπεια κάποιων στρεσογόνων καταστάσεων που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητα μας – σε επίπεδο προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό – δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι ένα άτομο πάσχει από Γενικευμένη Αγχώδη Διαταραχή. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, σχεδόν όλοι μας βρίσκουμε τρόπους να ξεπεράσουμε την αρχική ανησυχία που προκαλούν τα διάφορα στρεσογόνα ερεθίσματα και συνεχίσουμε να είμαστε «λειτουργικοί».

Με τον όρο Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή (General Anxiety Disorder) αναφέρεται μια χρόνια αγχώδη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συχνές και επίμονες ανησυχίες για πολλαπλά θέματα της ζωής. Ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των αγχωδών διαταραχών, όπου το άτομο συγκεκριμένα βιώνει μια γενικευμένη διαταραχή στον τρόπο αντίληψης των διαφόρων απειλών και κινδύνων που αφορούν κυρίως στην υγεία και ασφάλεια τόσο του ίδιου του ατόμου προσωπικά όσο και των προσώπων του άμεσού του περιβάλλοντος. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπέρμετρη ανησυχία αφορά πραγματικές καταστάσεις, γεγονότα ή συγκρούσεις (σε αντίθεση με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή όπου το άγχος είναι αποτέλεσμα ιδεοληψιών ή έμμονων ιδεών φανταστικού κυρίως περιεχομένου), είναι όμως δυσανάλογη προς τις αντικειμενικές διαστάσεις των θεμάτων αυτών.

Τα συμπτώματα της Γενικευμένης Αγχώδης Διαταραχής ποικίλλουν σε συνδυασμό, συχνότητα και ένταση, με τα βασικότερα να είναι τα εξής:

  • Νευρικότητα ή αίσθημα αγωνίας ή τεντωμένα νεύρα
  • Εύκολη κόπωση
  • Δυσκολία συγκέντρωσης ή αίσθημα ότι το μυαλό αδειάζει
  • Ευερεθιστότητα
  • Μυϊκή ένταση – Μυαλγίες
  • Διαταραχές ύπνου (δυσκολία να κοιμηθεί ή να παραμείνει κοιμισμένος, ανήσυχος ή μη ικανοποιητικός ύπνος)

Επειδή τα παραπάνω συμπτώματα παρατηρούνται και σε άλλες ψυχικές διαταραχές (πχ. κατάθλιψη, διαταραχές προσωπικότητας, κτλ), η διάγνωση της Γενικευμένης Αγχώδης Διαταραχής προϋποθέτει την ύπαρξη τριών ή περισσοτέρων από τα παραπάνω συμπτώματα, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών, τα οποία προκαλούν σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου (DSM – V, 2015).

Εκτός όμως από τους ενήλικες, η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή εμφανίζεται συχνά στα παιδιά και στους εφήβους, με τα συμπτώματα να περιλαμβάνουν    υπερβολική ανησυχία ακαδημαϊκής επίδοσης στο σχολείο αλλά και στον αθλητισμό, ανησυχία του να είναι πολύ συνεπείς, άγχος για σεισμούς και καταστροφικά γεγονότα. Επιπλέον, τα παιδιά και οι έφηβοι νιώθουν άγχος προκειμένου να ταιριάσουν σε παρέες και να είναι αρεστοί στον κοινωνικό τους περίγυρο, εμφανίζουν τελειοθηρία, έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, αναζητούν επιβεβαίωση και χρειάζονται διαβεβαιώσεις για την επίδοσή τους.

Ως προς την αιτιολογία της Γενικευμένης Αγχώδης Διαταραχής (Γ.Α.Δ), παρόλο που αυτή δεν είναι πλήρως γνωστή, φαίνεται πως εμπλέκονται διάφοροι παράγοντες, όπως: η κληρονομικότητα, βιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Όσον αφορά την κληρονομικότητα, κάποιες μελέτες υποστηρίζουν ότι το οικογενειακό ιστορικό παίζει ένα ρόλο στην πιθανότητα ένα άτομο να αναπτύξει Γ.Α.Δ. Άτομα με συγγενή πρώτου βαθμού με Γ.Α.Δ. έχουν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν Γ.Α.Δ. και οι ίδιοι. Σχετικά με τους βιολογικούς παράγοντες η Γ.Α.Δ. έχει συσχετιστεί με την παθολογική λειτουργία συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών (σεροτονίνη και νοραδρεναλίνη) που συνδέουν κάποιες περιοχές του εγκεφάλου με κάποιες άλλες που είναι υπεύθυνες για την σκέψη και το συναίσθημα. Τέλος, αναφορικά με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, η ύπαρξη ιστορικού ψυχολογικών τραυμάτων και στρεσογόνων γεγονότων, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η κακοποίηση των παιδιών ή ο εκφοβισμός, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, το διαζύγιο, η αλλαγή εργασιακού χώρου ή σχολείου, μπορεί να οδηγήσουν σε Γ.Α.Δ. Επίσης, η Γ.Α.Δ. μπορεί να γίνει χειρότερη σε περιόδους έντονου στρες, ενώ η χρήση ή η απότομη διακοπή από εθιστικές ουσίες (αλκοόλ, καφεΐνη, νικοτίνη), μπορεί επίσης να επιδεινώσει το άγχος.

Όσον αφορά την επιδημιολογία της Γενικευμένης Αγχώδης Διαταραχής, οι μελέτες δείχνουν ότι ένα ποσοστό 5%-8% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει Γ.Α.Δ. στη διάρκεια της ζωής του, με το ποσοστό των γυναικών είναι διπλάσιο αυτού των ανδρών (μερικές εκτιμήσεις αναφέρουν ότι το 61% των ατόμων με Γ.Α.Δ. είναι γυναίκες). Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπάρχουν μελέτες στις οποίες ανευρίσκεται πολύ πιο υψηλή συχνότητα της Γ.Α.Δ. η οποία φτάνει στο 13%. Οι συνθήκες ζωής των τελευταίων ετών φαίνεται ότι συμβαδίζουν με το στοιχείο αυτό, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και το όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό των ατόμων εκείνων με υπαρκτό υπερβολικό άγχος που ποτέ δε φτάνουν στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας.

Στις ΗΠΑ, ο δια βίου επιπολασμός υπολογίζεται γύρω στο 5,7% και ο επιπολασμός 1 έτους στο 3,1%. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη ο δια βίου επιπολασμός υπολογίζεται στο 2-6,5% και ο επιπολασμός 1 έτους στο 1-2,5%. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα (Σκαπινάκης και συν. 2013), η  Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχής είναι η συχνότερη ψυχική διαταραχή στον ελληνικό πληθυσμό με ποσοστό εμφάνισης 4,1%. Στις γυναίκες εμφανίζεται πιο συχνά, (5,62% έναντι 2,55% των ανδρών), ενώ στο 47,8% του δείγματος παρατηρήθηκε ότι η διαταραχή εξακολουθούσε να υπάρχει μετά την έλευση ενός έτους από την εμφάνισή της.

Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή, στο 50% των περιπτώσεων, θεωρείται πως έχει ως χρονικό σημείο έναρξης την παιδική ή εφηβική ηλικία, αλλά μπορεί να ξεκινήσει και στην ενήλικη ζωή. Η μέση ηλικία έναρξη της Γενικευμένης Αγχώδης Διαταραχής είναι τα 30 έτη, η οποία είναι η πιο μεγάλη σε σχέση με τις άλλες αγχώδεις διαταραχές. Στα παιδιά, εκδηλώνεται για πρώτη φορά συνήθως στα 10-12 έτη ενώ ο επιπολασμός της διαταραχής υπολογίζεται περίπου στο 3% για την παιδική ηλικία και 6-7% για την εφηβική ηλικία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως σε όλες τις αγχώδεις διαταραχές, έτσι και στη Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή, συχνό είναι το φαινόμενο της συννοσηρότητας (η εμφάνιση δηλαδή 2 η περισσότερων ψυχικών διαταραχών). Συγκεκριμένα, η Γ.Α.Δ. έχει αποδειχθεί ότι παρουσιάζει υψηλό βαθμό συννοσηρότητας με άλλου τύπου αγχώδης διαταραχή (π.χ. διαταραχή πανικού), με κατάθλιψη, με διαταραχές λόγω χρήσης ουσιών (αλκοόλ), με κάποιες διαταραχές προσωπικότητας και με ψυχοσωματικές/σωματόμορφες καταστάσεις.

Τέλος, όσον αφορά τη θεραπεία της Γενικευμένης Αγχώδης Διαταραχής, ο συνδυασμός ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής, επιφέρει πολύ θετικά αποτελέσματα, σε περιπτώσεις που τα συμπτώματα είναι έντονα και το άγχος επηρεάζει σημαντικά τη λειτουργικότητα του ατόμου. Αναλυτικότερα, η  Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική θεραπεία (ΓΣΘ) είναι μιας βραχείας μορφής ψυχοθεραπεία για την Γ.Α.Δ. που περιλαμβάνει την κατανόηση από τον ασθενή της επιρροής των συναισθημάτων και των σκέψεων στη συμπεριφορά του. Επικεντρώνεται στο να διδάξει στα άτομα τεχνικές προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές σκέψεις και συμπεριφορές και στο να εντοπίσουν την πηγή της ενόχλησης. Στόχος είναι η καταγραφή της έντασης, της συχνότητας και της επιρροής στην καθημερινότητα. Το γνωσιακό – συμπεριφοριστικό μοντέλο ψυχοθεραπείας μέσω της χρήσης ποικίλων τεχνικών στοχεύει στην τροποποίηση αυτών των αρνητικών πεποιθήσεων – σκέψεων που συντηρούν την Γ.Α.Δ. και στην αντικατάστασή τους με πιο λειτουργικές πεποιθήσεις που θα βοηθήσουν το θεραπευόμενο να αντιμετωπίσει την προβληματική του ανησυχία και κατά συνέπεια τη δυσλειτουργία που προκαλεί η διαταραχή. Η φαρμακευτική αγωγή είναι απαραίτητη όταν το άτομο με Γ.Α.Δ. είναι σε μεγάλο βαθμό δυσλειτουργικό στην καθημερινότητα του. Για σύντομες περιόδους θεραπείας χρησιμοποιείται μια κατηγορία φαρμάκων που λέγονται βενζοδιαζεπίνες. Τα φάρμακα αυτά δουλεύουν μειώνοντας τα σωματικά συμπτώματα του άγχους, όπως η μυϊκή τάση (σφίξιμο) και η μόνιμη ανησυχία αλλά θα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή και πάντα με πρόθεση μείωσης και διακοπής μετά από ένα αρχικό διάστημα. Επίσης, κάποια αντικαταθλιπτικά φάρμακα (όπως τα SSRIS) μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την θεραπεία της Γ.Α.Δ για μακρύτερες περιόδους θεραπείας. Τα συγκεκριμένα φάρμακα κάνουν μερικές εβδομάδες για να δράσουν αλλά είναι ασφαλέστερα και πιο αποτελεσματικά για μεγαλύτερες περιόδους θεραπείας.

Σχετικά με τον συντάκτη

Βιογραφικά Στοιχεία

Ο Στάθης Παπαχρήστου είναι Ψυχολόγος, απόφοιτος των τμημάτων Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής Ψυχολογίας (Φ.Π.Ψ.)  και του Προγράμματος Ψυχολογίας (νυν Τμήμα Ψυχολογίας), με μεταπτυχιακές σπουδές στο επιστημονικό πεδίο της Προαγωγής Ψυχικής Υγείας – Πρόληψης Ψυχιατρικών Διαταραχών. Εργάζεται στο Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας του Εργαστηρίου Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, της Ιατρικής Σχολής Αθηνών.

Επίσης, είναι συνεργάτης του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ) ενώ συμμετέχει στην επιστημονική συμβουλευτική επιτροπή της ΜΚΟ «Ηλιτόμηνον», μέλους του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Φροντίδα των Νεογνών (EFCNI) με σκοπό τη φροντίδα των πρόωρων νεογνών. Τέλος, είναι μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων και ειδικός γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Προαγωγής και Αγωγής Υγείας.


Μοιραστείτε το άρθρο:
Κατηγορίες:Διαταραχές