Γράφει ο Στάθης Παπαχρήστου.
Πολλές φορές στην καθημερινότητα μας, έχουμε ακούσει από γνωστούς και φίλους (ακόμα και εμείς οι ίδιοι), τις εκφράσεις «Πανικοβλήθηκα», «Έπαθα κρίση πανικού», «Με έπιασε πανικός», και άλλες παρόμοιες εκφράσεις προκειμένου να περιγράψουμε μια δυσάρεστη σωματική και ψυχολογική κατάσταση. Τι είναι όμως στα αλήθεια η «Διαταραχή Πανικού»;
Η Διαταραχή Πανικού θα πρέπει αρχικά να επισημάνουμε ότι είναι μια κατάσταση εντελώς διαφορετική από το συνηθισμένο φόβο ή τις αγχώδεις αντιδράσεις που προκαλούνται από συνηθισμένα στρεσογόνα γεγονότα, με τα οποία ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι στη καθημερινότητα μας. Η Διαταραχή Πανικού είναι μια από τις συχνότερες αγχώδεις διαταραχές και σίγουρα από τις πιο επίπονες (σωματικά και συναισθηματικά) στον τρόπο εκδήλωσής της. Εκτιμάται πως περίπου το 5% του γενικού πληθυσμού κάποια στιγμή της ζωής του θα υποφέρει από διαταραχή πανικού ενώ η πάθηση αυτή συμβαίνει συχνότερα σε γυναίκες παρά σε άντρες. Παρόλο που η διαταραχή πανικού μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, συχνότερα πρωτοεμφανίζεται ανάμεσα στις ηλικίες 20 έως 40 ετών.
Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM-V, APA 2103), η διαταραχή πανικού χαρακτηρίζεται από την παρουσία επαναλαμβανόμενων και απροσδόκητων κρίσεων πανικού. Μια κρίση πανικού χαρακτηρίζεται από έντονο άγχος, φόβο αιφνίδιου θανάτου, αίσθημα αποξένωσης από τον εαυτό ή το περιβάλλον, ένα γενικότερο αίσθημα απώλειας ελέγχου και επερχόμενης τρέλας. Ταυτόχρονα, μαζί με τα ψυχολογικά συμπτώματα εμφανίζονται μια σειρά από σωματικά συμπτώματα: ταχυκαρδία, εφίδρωση, ακούσια τινάγματα, αίσθημα δύσπνοιας ή ασφυξίας, αίσθημα πνιγμού, πόνος στο στήθος ή δυσφορία, ναυτία ή στομαχικός ίλιγγος, αίσθημα ζάλης, αστάθειας ή λιποθυμίας, έξαψη ή κρυάδες, παραισθησίες (μούδιασμα ή μυρμήγκιασμα).
Εύλογα θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει ότι όλα αυτά τα συμπτώματα είναι συνήθη όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση κινδύνου. Εδώ όμως έγκειται και η ειδοποιός διαφορά της κρίσης πανικού: στην κρίση πανικού τα συμπτώματα εμφανίζονται ξαφνικά και χωρίς κανέναν λόγο, παρουσιάζονται σε φαινομενικά ακίνδυνες καταστάσεις (ακόμα και στον ύπνο), δεν έχουν καμία σχέση με κάποιο γεγονός, δεν υπάρχει κάποιος εύκολος τρόπος για να σταματήσουν και η αίσθηση φόβου που κυριαρχεί είναι πέρα από κάθε λογικό όριο και ρεαλιστικής πραγματικότητας.
Οι κρίσεις πανικού είναι πιθανόν να διαρκούν από 5 λεπτά μέχρι ακόμη και 1 ώρα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι κατά η διάρκειά τους ο χρόνος περνάει βασανιστικά αργά για το άτομο που βιώνει μια κρίση πανικού, με αποτέλεσμα μετά το τέλος της το άτομο να νιώθει εξαντλημένο. Επίσης, μεταξύ των κρίσεων το άτομο αναπτύσσει έντονη ανησυχία για το ενδεχόμενο να πάθει νέες κρίσεις πανικού, καθώς και για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι κρίσεις πανικού στη σωματική και ψυχική υγεία του.
Πριν αναφερθούμε στο θέμα της διάγνωσης της Διαταραχής Πανικού, θα πρέπει να εφιστήσουμε την προσοχή μας στην εξής λεπτομέρεια: η εμφάνιση μιας κρίσης πανικού δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι ένα άτομο πάσχει από Διαταραχή πανικού. Όλοι μας κατά περιόδους βιώνουμε έντονη ψυχολογική πίεση για θέματα που αφορούν την προσωπική μας ζωή, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις και την εργασία μας. Τέτοιες περίοδοι μας καθιστούν ευάλωτους, αυξάνοντας την πιθανότητα να εμφανίσουμε συμπτώματα παρόμοια με εκείνα που αντιπροσωπεύουν μια κρίση πανικού ή ακόμα και να βιώσουμε μια κρίση πανικού αυτή καθεαυτή. Ωστόσο, σε περίπτωση που το άτομο δεν βρει τρόπους διαχείρισης του άγχους, προκειμένου να αποτρέψει μια δεύτερη μελλοντική κρίση πανικού σε σύντομο χρονικό διάστημα, αρχίζει και βιώνει άγχος προσμονής, δηλαδή ασχολείται επίμονα με την πιθανότητα ότι θα ακολουθήσει και άλλη κρίση. Νιώθει διαρκώς ανησυχία, παρατηρεί έντονα τις αντιδράσεις του και είναι σε διαρκή επιφυλακή για σωματικά συμπτώματα ή ενοχλήσεις που θα σηματοδοτήσουν μια νέα κρίση. Η παραμικρή δυσφορία, ζάλη ή αδιαθεσία ερμηνεύεται με αρνητικό έως και καταστροφικό τρόπο, με συνέπεια την μείωση της ποιότητας ζωής του, καθώς περιορίζει τις δραστηριότητες του και αποφεύγει χώρους ή συνθήκες που συνδέονται με την πρώτη κρίση πανικού.
Συνήθως σε έναν ασθενή εμφανίζονται κάποια συμπτώματα, για να γίνει όμως διάγνωση της Διαταραχής Πανικού, θα πρέπει να εμφανίζει τέσσερις κρίσεις πανικού, με τουλάχιστον τέσσερα από τα προαναφερθέντα συμπτώματα στη διάρκεια ενός μήνα. Επίσης ένας ασθενής θεωρείται ότι πάσχει από διαταραχή πανικού, όταν μετά από μια κρίση πανικού έχει για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, έντονο διαρκή φόβο επανάληψης της κρίσης πανικού. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι, λόγω της φύσης των συμπτωμάτων, προτού δοθεί η διάγνωση της Διαταραχής Πανικού, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν αποκλειστεί άλλες πιθανές ιατρικές παθήσεις, που μπορεί να εμφανίζουν παρόμοια ομάδα συμπτωμάτων (πχ. καρδιολογικά προβλήματα, ενδοκρινολογικά νοσήματα, κ.α.).
Ως προς την αιτιολογία των κρίσεων πανικού και κατά συνέπεια της Διαταραχής Πανικού, αυτή μπορεί να οφείλεται στους εξής παράγοντες:
1) Σημαντικά γεγονότα της ζωής (θετικά ή αρνητικά): χρόνια προβλήματα υγείας, διαζύγιο, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, η απώλεια – αλλαγή της εργασίας, οικονομικά προβλήματα, η αλλαγή κατοικίας, η γέννηση ενός παιδιού, ο γάμος, η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, κ.α.
2) Κληρονομικότητα: Οι πιθανότητες κρίσεων πανικού αυξάνονται σε ανθρώπους που στην άμεση οικογένεια τους υπάρχουν συγγενείς που πάσχουν ή έπασχαν κάποτε κι αυτοί από διαταραχή πανικού.
3) Ουσίες – Φάρμακα: Αμφεταμίνες, βενζοδιαζεπίνες, υπνωτικά χάπια, κοκαΐνη, κ.α.
4) Ιδιοσυγκρασία του ατόμου: Γενικά άνθρωποι με υψηλό επίπεδο ευερεθιστότητας και χαμηλή ικανότητα προσαρμογής είναι πιο επιρρεπείς στο φόβο και το άγχος και κατά συνέπεια στην εμφάνιση κρίσεων πανικού και Διαταραχής Πανικού.
5) Αυτοεικόνα του ατόμου: Στον τρόπο δηλαδή που το άτομο αξιολογεί τον εαυτό του, τις δυνατότητες του, τις προσδοκίες που έχει από αυτόν και από τη ζωή του γενικά.
6) Τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών: Αν ο τρόπος είναι περισσότερο παθητικός και βασίζεται στην αποφυγή αγχωτικών ή απαιτητικών καταστάσεων, εστιάζει σε εσωτερικές και αρνητικές σκέψεις, τότε δημιουργούνται προϋποθέσεις ευνοϊκές για αγχώδεις διαταραχές, όπως η Διαταραχή Πανικού.
7) Διαταραχές της Διάθεσης. Άνθρωποι που πάσχουν από συναισθηματικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, παρουσιάζουν συχνά και κάποια αγχώδη διαταραχή, χωρίς ωστόσο να μπορούμε με απόλυτη σιγουριά να πούμε αν η κατάθλιψη προϋπήρχε ή αν παρουσιάστηκε ως συνέπεια των κρίσεων πανικού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως σε όλες τις αγχώδεις διαταραχές, έτσι και στη Διαταραχή Πανικού, συχνό είναι το φαινόμενο της συννοσηρότητας (η εμφάνιση δηλαδή 2 η περισσότερων ψυχικών διαταραχών). Ειδικότερα, η διαταραχή πανικού συχνά συνυπάρχει με άλλες αγχώδεις διαταραχές, με συχνότερη την αγοραφοβία, όπου τα άτομα με διαταραχή πανικού από το φόβο τους μην πάθουν κάποια κρίση πανικού, μπροστά σε άλλους, κι έρθουν σε δύσκολη θέση, αποφεύγουν μέρη με πολύ κόσμο ή όταν αυτό είναι αναπόφευκτο βιώνουν μεγάλο άγχος και καταστρώνουν στρατηγικές διαφυγής από τα μέρη αυτά. Επιπλέον, οι ασθενείς με διαταραχή πανικού και ιδιαίτερα εκείνοι που παρουσιάζουν επιπρόσθετα αγοραφοβία, είναι πιο πιθανό να αποπειραθούν να αυτοκτονήσουν, ενώ παρουσιάζουν και χειρότερη πρόγνωση (μόλις 20% ύφεση στα 2 πρώτα έτη). Άλλες αγχώδεις διαταραχές που συνυπάρχουν με τη Διαταραχή Πανικού είναι η κοινωνική φοβία, η διαταραχή μετατραυματικού στρες και η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Επίσης, η Διαταραχή Πανικού παρουσιάζει σημαντική συννοσηρότητα με διαταραχές σχετιζόμενες με χρήση ουσιών (αλκοόλ, κάπνισμα). Συγκεκριμένα, παρόλο που δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο, η επιβλαβής χρήση αλκοόλ συχνά θεωρείται επιπλοκή της διαταραχής πανικού, ενώ για το κάπνισμα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μπορεί να ενέχεται στην αιτιολογία της διαταραχής πανικού.
H θεραπεία της Διαταραχής Πανικού περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία, με ή χωρίς φαρμακευτική αγωγή. Σε ένα καλό δομημένο ψυχοθεραπευτικό μοντέλο, ένα μεγάλο ποσοστό -γύρω στο 80%- θα επιτύχει μείωση του αριθμού και της συχνότητας των κρίσεων πανικού ή ακόμα και την εξάλειψη τους. Η αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τα άτομα με διαταραχή πανικού, στο να μάθουν να διαχειρίζονται επιτυχώς τα συμπτώματά τους καθώς και να λύνουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις που ενδεχομένως προκαλούν και συντηρούν τα συμπτώματα αυτά. Ως η πιο ενδεδειγμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση θεωρείται η γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, χωρίς ωστόσο να αποκλείονται άλλες, δεδομένου ότι κάθε άτομο με τη συγκεκριμένη διαταραχή μπορεί, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του και των συμπτωμάτων που βιώνει, να ανταποκριθεί καλύτερα σε διαφορετικό θεραπευτικό σχήμα. Τέλος, όσον αφορά τα φαρμακευτικά σκευάσματα, τα αντικαταθλιπτικά (ειδικά οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης – SSRIs) και τα αγχολυτικά (βενζοδιαζεπίνες) αποτελούν την κύρια φαρμακευτική θεραπεία της διαταραχής πανικού.