Γράφει ο Στάθης Παπαχρήστου.
Πολύ συχνά δυστυχώς ακούμε στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο ή διαβάζουμε στις εφημερίδες και σε διάφορα άλλα έντυπα ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος που προέβη σε κάποια αποτρόπαιη πράξη, είχε «διαταραγμένη προσωπικότητα» ή έπασχε από κάποιου είδους «διαταραχή της προσωπικότητας»
Τι εννοούμε όμως με τον όρο «Διαταραχές της Προσωπικότητας»; Οι Διαταραχές της Προσωπικότητας είναι ποικιλόμορφες και προκύπτουν τις περισσότερες φορές από τη δυσκολία, που αντιμετωπίζει το άτομο να διαχειριστεί στρεσσογόνες καταστάσεις. Οι καταστάσεις αυτές προκαλούν δυσλειτουργίες στα 3 βασικά επίπεδα της ζωής, δηλαδή στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην εργασία και στη ψυχαγωγία. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ψυχιατρική ταξινόμηση στις ΗΠΑ (DSM 5, 2013), υπάρχουν 10 διαφορετικά είδη διαταραχών προσωπικότητας, που μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες με βάση κοινά χαρακτηριστικά για την κάθε κατηγορία.
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει την παραξενιά, την εκκεντρικότητα (παρανοειδής, σχιζοειδής, σχιζότυπη). Η δεύτερη κατηγορία την εκδραμάτιση τη συναισθηματική ένταση, την προκλητικότητα (αντικοινωνική, οιστριονική, ναρκισσιστική, οριακή – μεταιχμιακή) και η τρίτη κατηγορία το άγχος, τη φοβικότητα (αποφευκτική, εξαρτητική και ιδεοψυχαναγκαστική). Συχνά ένα άτομο μπορεί να διαγνωστεί με περισσότερες της μίας διαταραχές προσωπικότητας.
Η Οριακή (Μεταιχμιακή) Διαταραχή Προσωπικότητας (Borderline Personality Disorder) είναι από τις πιο πολυμελετημένες καθώς χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά αστάθειας σε βασικούς τομείς της ζωής όπως είναι η ρύθμιση του συναισθήματος, ο έλεγχος των παρορμήσεων, οι διαπροσωπικές σχέσεις και η αυτοεικόνα.
Τα άτομα με αυτή τη διαταραχή τείνουν να βιώνουν έντονα και ασταθή συναισθήματα και διάθεση η οποία μεταβάλλεται σημαντικά και γρήγορα. Τα συναισθήματα κυμαίνονται από έντονο ενθουσιασμό σε ακραίο θυμό – στοιχείο που οδηγεί στην καταστροφή των περισσότερων διαπροσωπικών σχέσεων. Επιβάλλουν τις κρίσεις τους στους άλλους και τους εαυτούς τους και ταλαντεύονται συνεχώς μεταξύ του καλού και του κακού. Αυτή η τάση οδηγεί σε μία ασταθή αίσθηση του εαυτού, με αποτέλεσμα αυτά τα άτομα να μην μπορούν να ισορροπήσουν σε μία συνεπή στάση. Συχνά αλλάζουν δουλειές, καριέρες, σχέσεις, τόπο διαμονής, στόχους ζωής. Οι ριζικές αυτές αλλαγές έρχονται χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση ή προετοιμασία ενώ οι «στερεότυπες» αντιλήψεις τους συχνά έχει ως συνέπεια την παρερμηνεία των πράξεων ή των προθέσεων των άλλων.
Γενικά δυσκολεύονται να ηρεμούν αν έχουν συγχυστεί από κάτι. Ως αποτέλεσμα παρουσιάζουν συχνά εκρήξεις θυμού και έχουν παρορμητικές συμπεριφορές όπως είναι η χρήση ουσιών, επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, αυτοτραυματισμοί, διαταραχές της πρόσληψης τροφής, υπερβολικά έξοδα.
Αυτές οι συμπεριφορές έχουν το ρόλο της παροδικής ανακούφισης, χωρίς όμως μακροπρόθεσμα οφέλη. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της διαταραχής είναι πως το άτομο καταβάλλει προσπάθειες ώστε να αποφύγει μία πραγματική ή φανταστική εγκατάλειψη, με αποτέλεσμα να βιώνει έντονο άγχος εγκατάλειψης καθώς και χρόνιο αίσθημα κενού.
Τέλος, το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα είναι η επανειλημμένη αυτοκτονική συμπεριφορά ή οι πράξεις ακρωτηριασμού – κόψιμο με ξυράφι ή κάψιμο με τσιγάρο. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά εκτελείται ως απάντηση σε αρνητικές συναισθηματικές εμπειρίες όπως θυμός, άγχος, ή «κραυγή για βοήθεια». Μπορεί ακόμη με αυτόν τον τρόπο τα άτομα να προσπαθήσουν να χειραγωγήσουν και να ελέγξουν τις σχέσεις τους και τους άλλους, κυρίως λόγου του φόβου της απόρριψης.
Η οριακή – μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας εμφανίζεται για πρώτη φορά στην εφηβεία ή στις αρχές την ενηλικίωσης και περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων. Η διαταραχή επηρεάζει περίπου το 2% του γενικού πληθυσμού και χαρακτηρίζεται από ψυχοκοινωνική έκπτωση καθώς και υψηλή θνησιμότητα λόγω των αυτοκτονικών τάσεων. Επίσης, το 75% των ατόμων που θα παρουσιάσουν τη διαταραχή είναι γυναίκες ενώ το 25% άνδρες (αναλογία 3 προς 1). Οι μελέτες έχουν δείξει ότι τα 3/4 των ατόμων με αυτή τη διαταραχή δεν πληρούσαν τα κριτήρια διάγνωσης ύστερα από 6 χρόνια ενώ μόνο το 6% όσων παρουσιάζουν βελτίωση, εμφανίσουν κάποια υποτροπή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως σε όλες οι διαταραχές προσωπικότητας, έτσι και στην οριακή – μεταιχμιακή διαταραχή, συχνό είναι το φαινόμενο της συννοσηρότητας (η εμφάνιση δηλαδή 2 η περισσότερων ψυχικών διαταραχών). Πιο συγκεκριμένα, η οριακή διαταραχή εμφανίζει υψηλή συσχέτιση με την κατάθλιψη, τις αγχώδεις διαταραχές, την κατάχρηση ουσιών, τις διαταραχές πρόσληψης τροφής καθώς επίσης με συμπεριφορές αυτοτραυματισμού και επιτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας σε ποσοστό 6% έως 10% των πασχόντων.
Τα αίτια της οριακής – μεταιχμιακή διαταραχής μπορούν να διακριθούν σε βιολογικούς και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Σχετικά με τους βιολογικούς – γενετικούς παράγοντες, οι έρευνες έχουν δείξει ότι η κληρονομικότητα και τα γονίδια παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής στο 42% του πληθυσμού. Στους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, περιλαμβάνονται καταστάσεις όπως η γονεϊκή εγκατάλειψη (απουσία του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ μητέρας και παιδιού), το παιδικό τραύμα, η σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, η απόρριψη από το στενό ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, κ.α., με συνέπεια το άτομο – στην προσπάθεια του να «προστατευθεί» – να αναπτύσσει αρνητικά γνωστικά σχήματα σχετικά με την ταυτότητα του και τις σχέσεις του με τους άλλους.
Τα αρνητικά γνωστικά σχήματα έχουν την μορφή πεποιθήσεων όπως «Είμαι κακός» που οδηγεί σε αυτοτιμωρία ή «Κανείς δεν θα με αποδέχεται», το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε σκέψεις όπως «Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου», που έχει ως αποτέλεσμα την εξάρτηση από τους άλλους.
Τέλος, η θεραπεία των ατόμων με οριακή – μεταιχμιακή διαταραχή δεν είναι εύκολη και μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πολλές μελέτες οι οποίες εξετάζουν την αποτελεσματικότητά της. Δεν υπάρχει ενδεδειγμένη θεραπεία που να απευθύνεται στο σύνολο των ατόμων που πάσχουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή, καθώς η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι άμεσα συνυφασμένη τόσο με το χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασία του ατόμου αλλά και με την προβληματική συμπεριφορά – συμπτώματα που περιορίζουν τη λειτουργικότητα του πάσχοντα τη δεδομένη χρονική στιγμή. Οι πιο συνηθισμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν τη Γνωστική Αναλυτική Θεραπεία, η Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία και Φαρμακοθεραπεία (αγχολυτικά και άτυπα αντιψυχωτικά).