Γράφει η Δέσποινα Αντωνίου.
Η ενσυναίσθηση παρά τους αλληλοσυγκρουόμενους ορισμούς της, που τους οφείλει στους διάφορους μελετητές της, είναι μια έννοια που κατέχει εξέχοντα ρόλο τόσο στο κοινωνικό γίγνεσθαι όσο και στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Και τι πραγματικά είναι η ενσυναίσθηση; Πρόκειται για την ικανότητα μας να κατανοούμε και να βιώνουμε πως νιώθουν οι άλλοι χωρίς να υπάρχει η σύγχυση των δικών μας συναισθημάτων με εκείνα των άλλων. Η δημιουργία και ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων στηρίζεται στην ενσυναίσθηση.
Στην ουσία πρόκειται για μια συναισθηματική ανταλλαγή και το διαχειριστικό έλεγχο αυτής της εμπειρίας. Αφορά μια διεργασία η οποία περιλαμβάνει την γνωστική μας ικανότητα να βλέπουμε με την οπτική του άλλου καθώς και τη συναισθηματική μας ανταπόκριση στον άλλο, η οποία συχνά αλλά όχι πάντα, συνεπάγεται ότι συμμερίζομαι τη συναισθηματική του κατάσταση. Έχοντας ως δεδομένο την ισομετρία μεταξύ του εαυτού και των άλλων, που προκύπτει είτε από τη διαδικασία της ανταλλαγής συναισθημάτων , είτε με την υιοθέτηση της υποκειμενικής θεώρησης του άλλου , η αυτογνωσία και η αίσθηση του ότι διαχωρίζεται από τον παρατηρούμενο , αποτελούν επιπλέον διαδικασίες που είναι απαραίτητες για την κοινωνική αλληλεπίδραση.
Και πως επιτυγχάνεται η ενσυναίσθηση;
Ίσως να ακουστεί απλό αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετο καθότι είναι αρκετά δύσκολο να διαχωρίσουμε τα δικά μας συναισθήματα από τα συναισθήματα που μοιραζόμαστε με τους άλλους. Η συναισθηματική συνδιαλλαγή πρέπει να ρυθμίζεται και να ελέγχεται από την αντίληψη του ποια συναισθήματα είναι ποιού. Η ενσυναίσθηση εκτός από κατανόηση για την οπτική του άλλου σημαίνει ενδιαφέρον, μια σωματική – συναισθηματική ανταπόκριση στον άλλο, μια τάση για αυτόματη υιοθέτηση της ψυχολογικής κατάστασης του άλλου (Davis,1983).
Σε ότι αφορά τις κοινωνικές μας σχέσεις σύμφωνα και με το Carl Rogers ενσυναίσθηση είναι: “Να αντιληφθεί το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του άλλου με ακρίβεια με τα συναισθηματικά συστατικά και τις έννοιες που αναφέρονται σαν να ήταν το ίδιο το πρόσωπο, αλλά χωρίς ποτέ να ξεχάσει τον όρο «σαν». Κατά συνέπεια, σημαίνει να αισθανθεί τη λύπη ή την ευχαρίστηση του άλλου σαν να είναι δικό του δεδομένο και να αντιληφθεί τις αιτίες επ’ αυτού δεδομένου ότι τις αντιλαμβάνεται, αλλά χωρίς να χάνει ποτέ την αυτογνωσία του ότι είναι “σαν” να λυπήθηκα εγώ ή χάρηκα και ούτω καθ’ εξής.”
Τέλος, είναι αρκετά σημαντικά και παράλληλα τόσο δύσκολο να μπορούμε να αντέχουμε τα δύσκολα συναισθήματα χωρίς να προσπαθούμε αμέσως να τα κατευνάζουμε. Αφήστε τους δικούς σας ανθρώπους να σας μιλήσουν για το πώς νιώθουν πιο αναλυτικά. Τις περισσότερες φορές δεν περιμένουν από εσάς να τους βρείτε λύσεις. Τι πιο αποτελεσματικό και ταυτόχρονα πιο ανακουφιστικό από το να έχεις έναν ενεργητικό και καλό ακροατή δίπλα σου.
—
Η Δέσποινα Αντωνίου είναι πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Κρήτης (Τμήματος Ψυχολογίας). Έχει ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου με τίτλο Διάγνωση και Θεραπεία των Ψυχικών Διαταραχών: Εφαρμογή της Νευροεπιστήμης στη Μουσικοθεραπεία και τη Σωματική Ψυχοθεραπεία.
Αυτή την περίοδο ολοκληρώνει την εκπαίδευση της ως ψυχοθεραπεύτρια στη Γνωσιακή-Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία που πραγματοποιείται από το Πανεπιστήμιο Κρήτης (Τμήμα Ιατρικής-Ψυχιατρική Κλινική ΠΑΓΝΗ).
Είναι εθελόντρια ψυχολόγος στο Νοσοκομείο Ρεθύμνης στο Τμήμα Ψυχιατρικής Κλινικής αλλά και μέλος του Συλλόγου Ψυχολόγων Ρεθύμνου.
Τέλος, γνωρίζει δύο γλώσσες Αγγλικά και Ισπανικά.