Ένα από τα πιο επιτυχημένα φάρμακα της τελευταίας δεκαετίας, αναφορικά με τον τζίρο, στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το αντιψυχωσικό Abilify (αριπιπραζόλη).
Από τον Οκτώβριο του 2013 έως το Σεπτέμβριο του 2014 απέφερε στην κατασκευάστρια φαρμακευτική πωλήσεις ύψους 7.5 δισ. δολαρίων.1
Η ομάδα των Ιαπώνων ερευνητών των εργαστηρίων της Otsuka, που συνέθεσε την δραστική ουσία, βραβεύτηκε, μάλιστα, για τη δημιουργία της από το Ιαπωνικό Ινστιτούτο Καινοτομίας.2
Η αριπιπραζόλη συνταγογραφείται κυρίως για τις παθήσεις του φάσματος των Σχιζοφρενικών Διαταραχών και της Διπολικής Διαταραχής της Διάθεσης. Αποτελεί ένα αντιψυχωσικό παράγοντα δεύτερης γενιάς ή, ως κοινώς αναφερόμενο, άτυπο αντιψυχωσικό ή, σπανιότερα, μείζον ηρεμιστικό.
Το δεδομένα των πωλήσεων αυτής της ουσίας καταδεικνύουν την διείσδυση των μείζονων ηρεμιστικών φαρμακευτικών παραγόντων στην ιατρική πρακτική και την ευρεία χρήση τους. Η αριπιπραζόλη αναφέρεται ως ένα πρόσφατο παράδειγμα.
Αν και τα σκευάσματα αυτά η ιατρική κοινότητα τα υποδέχτηκε αρχικά με ενθουσιασμό, καθώς προκαλούν λιγότερες, παρενέργειες σε σχέση με τα αντιψυχωσικά πρώτης γενιάς, αρκετές από τις έρευνες που διεξήχθησαν σχετικά με τις επιδράσεις τους, τόσο στη συμπεριφορά, όσο και στη φυσιολογία του νευρικού συστήματος απέδωσαν περίπλοκα και αμφιλεγόμενα ευρήματα, όπως τη συρρίκνωση της μάζας του εγκεφάλου.
Η μείωση της φαιάς ουσίας θεωρείται ως ένα πυρηνικό σύμπτωμα αρκετών ψυχικών ασθενειών και, για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπήρχε η παραδοχή, ότι τα νεότερα αντιψυχωσικά περιόριζαν ή και ανέστρεφαν σε έναν βαθμό την απώλεια νευρώνων, ως αποτέλεσμα της κατευναστικής τους επενέργειας στην ντοπαμινική δραστηριότητα, αλλά και στην αύξηση των νευροτροφικών παραγόντων.
Η παραδοχή αυτή τίθεται υπό αμφισβήτηση από έρευνες, οι οποίες χρησιμοποίησαν νευροαπεικονιστικές τεχνικές για να προσδιορίσουν την μακροπρόθεσμη αλλαγή στον όγκο εγκεφαλικών περιοχών ατόμων που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με αντιψυχωσικά.
Η μελέτη του Δρ. Beng-Choon Ho3 συμπεριέλαβε ένα δείγμα 211 ασθενών σε πρώτο ψυχωσικό επεισόδιο. Οι ασθενείς υποβάλλονταν σε μαγνητική τομογραφία κάθε τρία χρόνια για ένα συνολικό διάστημα δεκατεσσάρων ετών. Από το σύνολο των ασθενών μόνο 15% ήταν ελεύθεροι φαρμακευτικής αγωγής εξ αρχής, ενώ η πλειοψηφία λάμβανε ήδη κάποιο αντιψυχωσικό πρώτης γενιάς.
Τα αποτελέσματα έδειξαν μείωση της φαιάς ουσίας σε όλες τις περιοχές του εγκεφάλου, εκτός της παρεγγεφαλίδας. Η μείωση παρατηρήθηκε ανεξάρτητα από τον τύπο του αντιψυχωσικού (πρώτης ή δεύτερης γενιάς) και ο συσχετισμός με τη δοσολογία ήταν ελάχιστος αναλογικά προς την προοδευτική απώλεια κατά το χρονικό διάστημα της έρευνας.
Στην συγκεκριμένη εργασία δεν υπήρξε πληθυσμός ελέγχου, δηλαδή απεικονιστικά δεδομένα ασθενών που δεν λάμβαναν κάποια θεραπεία, προκειμένου να καθοριστεί, αν τελικά η παρατηρούμενη συρρίκνωση όφειλε την εμφάνισή της αποκλειστικά στη χορήγηση των αντιψυχωσικών.
Επιπλέον, όμως, προηγούμενες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ζώα είχαν παρόμοια αποτελέσματα. Σε έρευνα του 2005, όπου πίθηκοι έλαβαν αλοπεριδόλη και ολανζαπίνη για διάστημα από δεκαεπτά έως εικοσιεπτά μηνών φάνηκε μείωση του εγκεφαλικού όγκου κατά σχεδόν 10% σε σχέση με την ομάδα ελέγχου στην οποία χορηγήθηκε ψευδοφάρμακο.4
Καθώς τα αντιψυχωσικά πλέον χρησιμοποιούνται ευρύτατα για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις και πέραν των ενδεικυόμενων, εγείρονται δικαιολογημένα ερωτήματα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις τους στην υγεία και την εξέλιξη των ασθενών.
1. http://www.medscape.com/viewarticle/834273
2. https://www.otsuka.co.jp/en/company/global-topics/2013/20130618_vol13.html
3. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3476840/
4. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/15756305