Γιατί δεν Ξεκινώ; Κατανοώντας και Αντιμετωπίζοντας την Αναβλητικότητα
Η αναβλητικότητα αποτελεί ένα σύνθετο ψυχολογικό φαινόμενο, το οποίο περιγράφει την τάση του ατόμου να καθυστερεί ή να αποφεύγει την εκτέλεση σημαντικών υποχρεώσεων, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει τις πιθανές αρνητικές συνέπειες (Steel, 2007). Δεν πρόκειται απλώς για «τεμπελιά», αλλά για ένα μοτίβο συμπεριφοράς που συνδέεται με συναισθηματικούς, γνωστικούς και συμπεριφορικούς μηχανισμούς, οι οποίοι επηρεάζουν την προσωπική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική ζωή.
Γιατί συμβαίνει: Ψυχολογικοί Μηχανισμοί της Αναβλητικότητας
-
Φόβος αποτυχίας: Ο φόβος ότι μια εργασία δεν θα ολοκληρωθεί με επιτυχία συχνά οδηγεί το άτομο σε αποφυγή. Αυτή η συμπεριφορά προσφέρει πρόσκαιρη ανακούφιση, αλλά μακροπρόθεσμα αυξάνει το άγχος (Sirois & Pychyl, 2013).
-
Τελειομανία: Η ανάγκη για άψογο αποτέλεσμα μπορεί να παραλύσει το άτομο, οδηγώντας το να αναβάλλει επ’ αόριστον την εργασία, επειδή ποτέ δεν θεωρεί ότι είναι «αρκετά έτοιμη».
-
Δυσκολία ρύθμισης συναισθημάτων: Η αναβλητικότητα σχετίζεται συχνά με την προσπάθεια αποφυγής δυσάρεστων συναισθημάτων (π.χ. πλήξη, άγχος, ανία). Αντί να αντιμετωπίσει το αρνητικό συναίσθημα, το άτομο προτιμά μια πιο ευχάριστη ή εύκολη δραστηριότητα.
-
Δυσκολία στη διαχείριση του χρόνου: Η αδυναμία αποτελεσματικού προγραμματισμού και σωστής διαχείρισης χρόνου οδηγεί σε αναβολή ή κακή ιεράρχηση των υποχρεώσεων (Van Eerde, 2003).
-
Γνωστικές διαστρεβλώσεις: Σκέψεις όπως «θα αποτύχω σίγουρα», «έχω ακόμα χρόνο», ή «πρέπει να έχω τέλεια έμπνευση για να ξεκινήσω» συντηρούν την καθυστέρηση. Πρόκειται για γνωσιακά λάθη που τροφοδοτούν τον φαύλο κύκλο της αναβλητικότητας.
-
Απουσία σαφούς στόχου και κινήτρου: Όταν ένας στόχος φαίνεται ασαφής, μακροπρόθεσμος ή μη ενδιαφέρων, το άτομο δυσκολεύεται να κινητοποιηθεί. Το μυαλό συχνά προτιμά άμεσες ανταμοιβές αντί για μελλοντικά οφέλη, με αποτέλεσμα να μειώνεται η πιθανότητα να ξεκινήσει άμεσα (Deci & Ryan, 2000).
-
Αναζήτηση άμεσης ικανοποίησης: Οι άνθρωποι συχνά προτιμούν δραστηριότητες που παρέχουν άμεση ευχαρίστηση (π.χ. μέσα κοινωνικής δικτύωσης) έναντι απαιτητικών υποχρεώσεων (Sirois et al., 2019).
Συνέπειες της Αναβλητικότητας
Η χρόνια αναβλητικότητα συνδέεται με αυξημένα επίπεδα άγχους, ενοχής και χαμηλή αυτοεκτίμηση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αποφυγής και απογοήτευσης. Σε ακαδημαϊκό και επαγγελματικό πλαίσιο οδηγεί σε χαμηλότερη απόδοση, καθυστερήσεις και αρνητικές αξιολογήσεις, ενώ μακροπρόθεσμα μπορεί να επιβαρύνει σοβαρά την ψυχική και σωματική υγεία μέσω της αύξησης του στρες και της εξάντλησης (Steel, 2007· Sirois & Pychyl, 2013).
Τρόποι Επίλυσης: Πώς μπορώ να καταπολεμήσω την αναβλητικότητα;
1. Η Τεχνική SMART
Η μέθοδος SMART αποτελεί ένα πλαίσιο καθορισμού στόχων που ενισχύει την αυτορρύθμιση και μειώνει την αβεβαιότητα (Doran, 1981). Σύμφωνα με το ακρωνύμιο, οι στόχοι πρέπει να είναι:
-
Specific (Συγκεκριμένοι): Οι στόχοι διατυπώνονται με σαφήνεια.
-
Measurable (Μετρήσιμοι): Υπάρχει δυνατότητα παρακολούθησης της προόδου με αντικειμενικά κριτήρια.
-
Achievable (Εφικτοί): Οι στόχοι πρέπει να είναι ρεαλιστικοί με βάση τις δυνατότητες και τους διαθέσιμους πόρους.
-
Relevant (Σχετικοί): Συνδέονται με τις προσωπικές αξίες και προτεραιότητες του ατόμου.
-
Time–bound (Χρονικά προσδιορισμένοι): Ορίζεται συγκεκριμένο χρονικό όριο ολοκλήρωσης.
Παράδειγμα SMART εφαρμογής
Στόχος: «Θέλω να ολοκληρώσω την εργασία μου»
Μετατροπή σε SMART: «Θα γράψω 500 λέξεις την ημέρα, για 5 ημέρες την εβδομάδα, με στόχο να ολοκληρώσω την εργασία των 2.500 λέξεων σε δύο εβδομάδες.»
Η συγκεκριμενοποίηση αυτή μειώνει την αίσθηση υπερφόρτωσης και αυξάνει την πιθανότητα τήρησης της δέσμευσης, καθώς παρέχει σαφή οδό δράσης (Locke & Latham, 2002).
Διαχείριση χρόνου
Η αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης χρόνου οδηγεί συχνά σε αίσθημα υπερφόρτωσης και καθυστέρηση στην έναρξη μιας εργασίας. Οι τεχνικές διαχείρισης χρόνου βοηθούν στην καλύτερη οργάνωση των καθηκόντων και στη μείωση του άγχους.
-
Η τεχνική Pomodoro είναι μια ιδιαίτερα γνωστή μέθοδος που χωρίζει τον χρόνο σε μικρά, εστιασμένα διαστήματα (25 λεπτά συγκέντρωσης) ακολουθούμενα από μικρά διαλείμματα (5 λεπτά). Με αυτόν τον τρόπο μειώνεται η κόπωση, ενώ η εργασία γίνεται πιο ανεκτή (Cirillo, 2006).
-
Παράλληλα, η χρήση εργαλείων όπως ημερολόγια, εφαρμογές οργάνωσης ή λίστες καθηκόντων βοηθούν το άτομο να δει οπτικά τις υποχρεώσεις του, μειώνοντας την αίσθηση αταξίας. Η σταδιακή εξάσκηση στη χρονοπρογραμματισμένη εργασία αυξάνει την αίσθηση ελέγχου και αυτο-αποτελεσματικότητας (Claessens et al., 2007).
3. Προτεραιοποίηση απαιτητικών εργασιών
Η τάση πολλών ανθρώπων είναι να ξεκινούν από τις εύκολες εργασίες και να αφήνουν τις δύσκολες για αργότερα. Ωστόσο, αυτό συχνά οδηγεί στην αναβολή των σημαντικότερων υποχρεώσεων. Έρευνες δείχνουν ότι όταν τα άτομα αντιμετωπίζουν τις πιο δύσκολες εργασίες νωρίς μέσα στην ημέρα, όταν τα επίπεδα ενέργειας και συγκέντρωσης είναι υψηλότερα, μειώνεται η πιθανότητα αναβλητικότητας (Klassen et al., 2008). Αυτή η στρατηγική είναι γνωστή και ως «Eat the Frog» (δηλ. «φάε τον βάτραχο»), που σημαίνει ότι αν κάνεις πρώτα το πιο δύσκολο, όλα τα υπόλοιπα φαίνονται ευκολότερα. Με τον τρόπο αυτό καλλιεργείται επίσης η αίσθηση ικανοποίησης, η οποία λειτουργεί ως θετικός ενισχυτής για την ολοκλήρωση των υπόλοιπων υποχρεώσεων.
4. Δημιουργία δεσμεύσεων και κοινωνικής υπευθυνότητας
Η αναβλητικότητα συχνά ευδοκιμεί όταν δεν υπάρχουν εξωτερικές συνέπειες. Για τον λόγο αυτό, η δημιουργία δεσμεύσεων προς τρίτους αυξάνει την πιθανότητα ολοκλήρωσης ενός έργου. Η δημόσια κοινοποίηση στόχων σε φίλους, οικογένεια ή συνεργάτες δημιουργεί μια αίσθηση κοινωνικής υπευθυνότητας, η οποία δρα ως κίνητρο (Harkins & Szymanski, 1989). Για παράδειγμα, αν κάποιος δεσμευτεί ότι θα ολοκληρώσει μια εργασία ως το τέλος της εβδομάδας και το πει σε φίλους του, η πιθανότητα να το πράξει αυξάνεται. Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, η κοινοποίηση της προόδου σε πλατφόρμες όπως το Facebook ή το LinkedIn λειτουργεί επίσης ενισχυτικά.
5. Επιβράβευση προόδου
Η διαδικασία ολοκλήρωσης εργασιών δεν πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά με πίεση και υποχρεώσεις, αλλά και με θετικά κίνητρα. Η εφαρμογή ενός συστήματος επιβράβευσης –όπως μικρά διαλείμματα, αγαπημένες δραστηριότητες ή συμβολικά δώρα– μετά την ολοκλήρωση μέρους μιας εργασίας, ενισχύει τη διάθεση και δημιουργεί θετική συνάφεια με την ίδια τη διαδικασία (Skinner, 1953). Σημαντικό είναι οι ανταμοιβές να είναι αναλογικές με την προσπάθεια· για παράδειγμα, μετά την ολοκλήρωση μιας δύσκολης αναγνωστικής ενότητας, το άτομο μπορεί να επιβραβεύσει τον εαυτό του με λίγο χρόνο χαλάρωσης. Με αυτόν τον τρόπο, η εργασία παύει να μοιάζει αποκλειστικά πηγή άγχους και μετατρέπεται σε διαδικασία με ενδιάμεσα οφέλη.
6. Αναγνώριση και αντιμετώπιση γνωστικών διαστρεβλώσεων
Πίσω από την αναβλητικότητα συχνά κρύβονται δυσλειτουργικές σκέψεις, όπως «αν δεν το κάνω τέλεια, δεν έχει αξία» ή «έχω ακόμα πολύ χρόνο». Η Γνωσιακή–Συμπεριφορική θεραπεία (CBT) προτείνει την αναγνώριση αυτών των γνωστικών διαστρεβλώσεων και την αντικατάστασή τους με πιο ρεαλιστικές αξιολογήσεις (Rozental & Carlbring, 2014). Για παράδειγμα, η σκέψη «αν ξεκινήσω τώρα θα αποτύχω» μπορεί να αναδιατυπωθεί σε «αν ξεκινήσω τώρα, τουλάχιστον θα έχω χρόνο να βελτιώσω την εργασία μου». Η συστηματική πρακτική αυτής της τεχνικής μειώνει τη συναισθηματική φόρτιση και οδηγεί σε πιο λειτουργικές συμπεριφορές.
7. Δημιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος
Το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στην αναβλητικότητα. Ένας χώρος γεμάτος περισπασμούς –όπως το κινητό τηλέφωνο, τα social media ή η τηλεόραση– καθιστά δυσκολότερη τη συγκέντρωση. Η δημιουργία ενός ήσυχου, οργανωμένου και αποκλειστικά προσανατολισμένου στην εργασία περιβάλλοντος ενισχύει την αποδοτικότητα (Sirois et al., 2019). Επιπλέον, η ανάπτυξη ρουτινών, όπως το να κάθεται κανείς στο ίδιο γραφείο την ίδια ώρα κάθε μέρα, λειτουργεί σαν «σήμα» προς τον εγκέφαλο ότι είναι ώρα για συγκέντρωση.
8. Ενίσχυση της Αυτοσυμπόνιας
Πολλές φορές, τα άτομα που αναβάλλουν βιώνουν έντονα συναισθήματα ενοχής ή ντροπής, τα οποία, αντί να τα κινητοποιήσουν, τα οδηγούν σε περαιτέρω αποφυγή. Η καλλιέργεια αυτοσυμπόνιας –δηλαδή η ικανότητα να αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας με κατανόηση, αντί με σκληρή κριτική– έχει φανεί ότι μειώνει την αναβλητικότητα (Sirois, 2014). Για παράδειγμα, αντί να σκέφτεται κανείς «είμαι τεμπέλης που δεν το έκανα», μπορεί να πει «είναι φυσιολογικό να δυσκολεύομαι, θα ξαναπροσπαθήσω αύριο με μικρότερα βήματα». Η αυτοσυμπόνια μειώνει το άγχος και αυξάνει την ψυχολογική ευελιξία.
9. Εφαρμογή Mindfulness (Ενσυνειδητότητας)
Η ενσυνειδητότητα περιλαμβάνει την εστίαση στο παρόν χωρίς κριτική στάση. Μελέτες δείχνουν ότι η εξάσκηση σε mindfulness μειώνει την τάση για αναβλητικότητα, καθώς βοηθά το άτομο να παρατηρεί τα δυσάρεστα συναισθήματα (π.χ. ανία, άγχος), χωρίς να τα αποφεύγει μέσω αναβολής (Sirois & Tosti, 2012). Ασκήσεις όπως η συνειδητή αναπνοή ή τα μικρά διαλείμματα παρατήρησης του εαυτού μπορούν να αυξήσουν τη συγκέντρωση και να βελτιώσουν τη σχέση του ατόμου με το έργο του.
10. Ανάπτυξη εσωτερικής παρακίνησης
Σύμφωνα με τη Θεωρία του Αυτοκαθορισμού (ΘΑΚ) (Self–Determination Theory) (Deci & Ryan, 2000), όταν μια δραστηριότητα συνδέεται με τις εσωτερικές αξίες και ενδιαφέροντα του ατόμου, είναι πιο πιθανό να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί. Αντί να εστιάζει μόνο στις εξωτερικές πιέσεις (π.χ. προθεσμίες), το άτομο μπορεί να αναζητήσει το προσωπικό νόημα πίσω από μια εργασία. Π.χ «Αυτό το project με βοηθά να μάθω κάτι νέο που θα με εξελίξει επαγγελματικά».
11. Αναγνώριση και αντιμετώπιση άλλων πιθανών δυσκολιών
Σε περιπτώσεις όπου η αναβλητικότητα είναι έντονη, χρόνια και επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργικότητα του ατόμου, συχνά συνδέεται με υποκείμενες ψυχολογικές δυσκολίες. Έρευνες έχουν δείξει ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στην αναβλητικότητα και ψυχικές διαταραχές όπως το άγχος, η κατάθλιψη και η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) (Sirois, 2014· Tibbett & Ferrari, 2015). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αναβλητικότητα δεν αποτελεί απλώς μια δυσλειτουργική συνήθεια, αλλά μέρος ενός ευρύτερου ψυχοπαθολογικού πλαισίου.
Η συνεργασία με ψυχολόγο μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην κατανόηση των αιτιών της αναβλητικότητας και στην ανάπτυξη λειτουργικών στρατηγικών. Η Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) έχει αποδειχθεί αποτελεσματική, καθώς συνδυάζει αναδόμηση δυσλειτουργικών σκέψεων με πρακτικές δεξιότητες οργάνωσης. Παράλληλα, η Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης (ACT) ενισχύει την ψυχολογική ευελιξία, βοηθώντας τα άτομα να αποδέχονται τα δυσάρεστα συναισθήματα χωρίς να καταφεύγουν στην αποφυγή μέσω αναβολής.
Συμπεράσματα
Η αναβλητικότητα είναι κάτι που όλοι αντιμετωπίζουμε, αλλά αν γίνει συνήθεια μπορεί να μας κρατήσει πίσω στους στόχους μας και να έχει δυσάρεστες συνέπειες σε πολλούς τομείς της ζωής μας. Παρότι συχνά εκλαμβάνεται ως έλλειψη θέλησης, στην πραγματικότητα συνδέεται με βαθύτερους ψυχολογικούς μηχανισμούς. Το σημαντικό είναι να θυμόμαστε πως η αλλαγή δεν έρχεται από τη μια μέρα στην άλλη· χρειάζεται υπομονή, προσπάθεια και κατανόηση προς τον εαυτό μας.
Βιβλιογραφία
-
Cirillo, F. (2006). The Pomodoro technique. FC Garage.
-
Claessens, B. J. C., van Eerde, W., Rutte, C. G., & Roe, R. A. (2007). A review of the time management literature. Personnel Review, 36(2), 255–276. https://doi.org/10.1108/00483480710726136
-
Deci, E. L., & Ryan, R. M. (2000). The “what” and “why” of goal pursuits: Human needs and the self-determination of behavior. Psychological Inquiry, 11(4), 227–268. https://doi.org/10.1207/S15327965PLI1104_01
-
Doran, G. T. (1981). There’s a S.M.A.R.T. way to write management’s goals and objectives. Management Review, 70(11), 35–36.
-
Harkins, S. G., & Szymanski, K. (1989). Social loafing and group evaluation. Journal of Personality and Social Psychology, 56(6), 934–941. https://doi.org/10.1037/0022-3514.56.6.934
-
Klassen, R. M., Krawchuk, L. L., & Rajani, S. (2008). Academic procrastination of undergraduates: Low self-efficacy to self-regulate predicts higher levels of procrastination. Contemporary Educational Psychology, 33(4), 915–931. https://doi.org/10.1016/j.cedpsych.2007.07.001
-
Locke, E. A., & Latham, G. P. (2002). Building a practically useful theory of goal setting and task motivation: A 35-year odyssey. American Psychologist, 57(9), 705–717. https://doi.org/10.1037/0003-066X.57.9.705
-
Rozental, A., & Carlbring, P. (2014). Understanding and treating procrastination: A review of a common self-regulatory failure. Psychology, 5(13), 1488–1502. https://doi.org/10.4236/psych.2014.513160
-
Sirois, F. M. (2014a). Procrastination and stress: Exploring the role of self-compassion. Self and Identity, 13(2), 128–145. https://doi.org/10.1080/15298868.2013.763404
-
Sirois, F. M. (2014b). Out of sight, out of time? A meta-analytic investigation of procrastination and time perspective. European Journal of Personality, 28(5), 511–520. https://doi.org/10.1002/per.1947
-
Sirois, F. M., & Pychyl, T. A. (2013). Procrastination and the priority of short-term mood regulation: Consequences for future self. Social and Personality Psychology Compass, 7(2), 115–127. https://doi.org/10.1111/spc3.12011
-
Sirois, F. M., & Tosti, N. (2012). Lost in the moment? An investigation of procrastination, mindfulness, and well-being. Journal of Rational-Emotive & Cognitive-Behavior Therapy, 30(4), 237–248. https://doi.org/10.1007/s10942-012-0151-y
-
Sirois, F. M., Yang, S. Z., & van Eerde, W. (2019). Procrastination, stress, and chronic health conditions: A temporal perspective. Journal of Behavioral Medicine, 42(1), 56–69. https://doi.org/10.1007/s10865-018-9971-9
-
Skinner, B. F. (1953). Science and human behavior. Macmillan.
-
Steel, P. (2007). The nature of procrastination: A meta-analytic and theoretical review of quintessential self-regulatory failure. Psychological Bulletin, 133(1), 65–94. https://doi.org/10.1037/0033-2909.133.1.65
-
Van Eerde, W. (2003). A meta-analytically derived nomological network of procrastination. Personality and Individual Differences, 35(6), 1401–1418. https://doi.org/10.1016/S0191-8869(02)00358-6
-
Tibbett, T. P., & Ferrari, J. R. (2015). The portrait of the procrastinator: Risk factors and results of indecision. Personality and Individual Differences, 82, 175–184. https://doi.org/10.1016/j.paid.2015.03.011








