Μοιραστείτε το άρθρο:

Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά την πανδημία COVID-19, η τηλεργασία έχει εδραιωθεί ως μια νέα πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους. Ενώ αρχικά παρουσιάστηκε ως λύση που προσφέρει ευελιξία, αυτονομία και καλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, η καθημερινή εμπειρία πολλών εργαζομένων αποκαλύπτει μια λιγότερο εμφανή, αλλά ουσιώδη ψυχολογική διάσταση. Η συνεχής συνδεσιμότητα, η ασαφής οριοθέτηση μεταξύ «δουλειάς» και «σπιτιού» και η διαρκής ροή ψηφιακών ερεθισμάτων προκαλούν φαινόμενα ψυχικής κόπωσης, γνωστικής υπερδιέγερσης και συναισθηματικής απορρύθμισης (Suh & Lee, 2017).

Η τηλεργασία, επομένως, δεν αποτελεί απλώς τεχνολογική εξέλιξη αλλά μια βαθιά ψυχολογική και κοινωνική μετατόπιση που επηρεάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, σχετιζόμαστε και αυτορρυθμιζόμαστε.

Η Εξιδανίκευση της Ευελιξίας και το Παράδοξο της Αυτονομίας

Ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα υπέρ της τηλεργασίας είναι η υπόσχεση της ελευθερίας: δυνατότητα επιλογής χρόνου και χώρου εργασίας, μεγαλύτερη αυτονομία και λιγότερες μετακινήσεις. Ωστόσο, αυτή η φαινομενική ευελιξία συχνά μετατρέπεται σε πηγή ψυχολογικής πίεσης.

Η απουσία σαφών ορίων μεταξύ εργασιακού και προσωπικού χώρου οδηγεί σε μια μορφή γνωστικής θόλωσης, όπου το μυαλό δυσκολεύεται να διαχωρίσει πότε «δουλεύει» και πότε «ξεκουράζεται». Ο εργαζόμενος βρίσκεται σε μια κατάσταση μόνιμης ετοιμότητας, με ανοιχτό υπολογιστή και ενεργό κινητό τηλέφωνο — μια κατάσταση που οι ερευνητές περιγράφουν ως «παράδοξο της αυτονομίας», δηλαδή την ψευδαίσθηση ελέγχου που τελικά περιορίζει την αίσθηση ελευθερίας (Derks et al., 2014).

Ο εγκέφαλος χρειάζεται ξεκάθαρα ερεθίσματα για να πραγματοποιεί τη μετάβαση από τον ρόλο του εργαζομένου σε αυτόν του ιδιώτη. Όταν ο ίδιος φυσικός χώρος φιλοξενεί και τις δύο αυτές πραγματικότητες, ο εγκέφαλος παραμένει σε κατάσταση υπερεγρήγορσης, με αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης και μειωμένη ικανότητα νευροφυσιολογικής αποκατάστασης (Allen et al., 2021).
Η ψευδαίσθηση ελέγχου που προσφέρει η τηλεργασία, επομένως, συχνά υποκρύπτει μια διαρκή απώλεια ψυχικής ησυχίας, καθώς η εργασία «διεισδύει» στην ιδιωτική ζωή και οι ώρες ανάπαυσης υποκαθίστανται από αδιάκοπη ενασχόληση.

Κοινωνική Απομόνωση και Συναισθηματική Εξουθένωση

Ένα από τα πιο εμφανή ψυχολογικά κόστη της τηλεργασίας είναι η μείωση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, με αποτέλεσμα τη μείωση των μικρών, καθημερινών κοινωνικών ενισχύσεων που λειτουργούν ρυθμιστικά για το στρες. Το φαινόμενο αυτό οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα μοναξιάς, μειωμένη συναισθηματική συνοχή στις ομάδες και αποδυνάμωση της επαγγελματικής ταυτότητας (Golden, 2016).

Η απομόνωση αυτή δεν είναι απλώς πρακτική, αλλά και υπαρξιακή, καθώς πλήττει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτούμε την ταυτότητά μας μέσα από τη σχέση με τους άλλους. Η απουσία κοινωνικού καθρέφτη – δηλαδή της δυνατότητας να βλέπουμε πώς μας βλέπουν οι άλλοι – οδηγεί σε μειωμένη αυτοεκτίμηση και αυξημένη αυτοκριτική. Μελέτες δείχνουν ότι η μακροχρόνια τηλεργασία συνδέεται με αυξημένα επίπεδα μοναξιάς, συναισθηματικής αποξένωσης και επαγγελματικής εξουθένωσης, ακόμη και όταν οι ώρες εργασίας είναι φυσιολογικές (Tavares, 2017).

Επιπλέον, η υπερβολική χρήση οθονών ενισχύει τη γνωστική κόπωση, καθώς ο εγκέφαλος δεν έχει χρόνο να αποφορτιστεί. Η συνεχής συμμετοχή σε διαδικτυακές συναντήσεις (το λεγόμενο “Zoom fatigue”) έχει συσχετιστεί με μειωμένη συγκέντρωση, αϋπνία και ευερεθιστότητα (Wang et al., 2021).

Η Σύγχυση των Ρόλων και η Θόλωση των Ορίων

Σε ψυχοδυναμικό επίπεδο, η τηλεργασία προκαλεί ασάφεια και σύγχυση ρόλων. Ο ίδιος άνθρωπος καλείται μέσα στον ίδιο χώρο να ενσαρκώνει ρόλους που παραδοσιακά διαχωρίζονταν — εργαζόμενος, γονιός, σύντροφος, φροντιστής. Αυτή η αδιάκοπη εναλλαγή υπονομεύει την αίσθηση συνέχειας του εαυτού, αυξάνοντας την ψυχική ένταση.

Η απουσία ξεκάθαρων ψυχολογικών “ορίων” οδηγεί σε υπερφόρτωση και διάχυση ενέργειας. Το άτομο δεν βιώνει ξεκάθαρα «έναρξη» και «λήξη» της ημέρας, γεγονός που μειώνει τη δυνατότητα ανάπαυσης και αποκατάστασης. Οι έρευνες δείχνουν ότι οι τηλεργαζόμενοι παρουσιάζουν αυξημένη δυσκολία αποσύνδεσης από την εργασία και χαμηλότερη ικανοποίηση από τη ζωή (Suh & Lee, 2017).

Η Αυτορρύθμιση ως Ψυχολογική Πρόκληση

Η τηλεργασία απαιτεί υψηλό βαθμό αυτορρύθμισης — ικανότητα οργάνωσης, συναισθηματικής πειθαρχίας και διαχείρισης κινήτρων χωρίς εξωτερική καθοδήγηση — δεξιότητες που αποτελούν ταυτόχρονα πρόκληση και ευκαιρία για προσωπική ανάπτυξη. Για πολλούς εργαζομένους, αυτή η ελευθερία μετατρέπεται σε βάρος, καθώς καλούνται να επιβάλλουν μόνοι τους τη δομή που άλλοτε προσέφερε το εργασιακό πλαίσιο.

Όταν η αυτορρύθμιση εξαντλείται, εμφανίζονται φαινόμενα αναβλητικότητας, αίσθημα ανεπάρκειας και άγχος επίδοσης. Η έλλειψη εξωτερικής αξιολόγησης δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι «ποτέ δεν κάνω αρκετά», οδηγώντας σε ενοχές και υπερκόπωση (Wang et al., 2021). Παράλληλα, η μείωση των διαλειμμάτων, η παρατεταμένη έκθεση σε οθόνες και η φυσική ακινησία επιδεινώνουν τη σωματική και ψυχική κόπωση (Loh & Kanai, 2016).

Η αποτελεσματική τηλεργασία, επομένως, απαιτεί ψυχολογική ωριμότητα: ικανότητα θέσπισης ορίων, προγραμματισμού και συνειδητής φροντίδας του εαυτού.

Ψυχοεκπαιδευτικές Παρεμβάσεις και Διαχείριση

1. Καθορισμός Ψηφιακών Ορίων (“Digital Boundaries”): Ο σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και τον χρόνο ανάπαυσης αποτελεί κεντρική ψυχοεκπαιδευτική πρακτική. Η απενεργοποίηση ειδοποιήσεων μετά το πέρας του ωραρίου, η αποφυγή ελέγχου email το βράδυ και η καθιέρωση “offline” περιόδων, ενισχύουν τη γνωστική αποφόρτιση (Kushlev & Dunn, 2015).

2. Διαμόρφωση Ξεχωριστού Χώρου Εργασίας: Η ύπαρξη ενός σταθερού, φυσικά οριοθετημένου χώρου, ακόμη κι αν είναι μικρός, επιτρέπει στον εγκέφαλο να πραγματοποιεί τη “μετάβαση” ανάμεσα στους ρόλους και να ενισχύει την αίσθηση τάξης και ασφάλειας.

3. Επανασύνδεση με την Κοινότητα: Η διατήρηση κοινωνικών επαφών εκτός διαδικτύου, μέσα από φυσική παρουσία και κοινές δραστηριότητες, μειώνει το αίσθημα απομόνωσης και ενισχύει την ψυχική ανθεκτικότητα (Golden, 2016).

4. Ενσυνειδητότητα στη Χρήση της Τεχνολογίας: Τα προγράμματα mindfulness-based stress reduction (MBSR) συμβάλλουν στη μείωση του στρες και στη βελτίωση της συγκέντρωσης και της συναισθηματικής ισορροπίας. Η ενσυνειδητότητα επιτρέπει στο άτομο να αναγνωρίζει πότε και γιατί στρέφεται στα ψηφιακά μέσα, περιορίζοντας τη μηχανική, αγχώδη χρήση (Davidson & Kaszniak, 2015). Η πρακτική αυτή ενισχύει την επίγνωση των εσωτερικών κινήτρων πίσω από τη χρήση της τεχνολογίας, καλλιεργώντας μια πιο υγιή σχέση με τον ψηφιακό κόσμο.

5. Ψυχοθεραπευτικές Παρεμβάσεις: Η γνωσιακή–συμπεριφορική θεραπεία (CBT) βοηθά τα άτομα να αναγνωρίσουν δυσλειτουργικές πεποιθήσεις (“πρέπει να είμαι πάντα παραγωγικός”) και να τις αντικαταστήσουν με πιο ρεαλιστικά, υγιή γνωστικά σχήματα. Η ψυχοθεραπεία δεν στοχεύει στην αποχή από την τεχνολογία, αλλά στην επανανοηματοδότηση της σχέσης μαζί της — στην ανάπτυξη μιας συνειδητής και ισορροπημένης στάσης απέναντι στην εργασία και την ψηφιακή ζωή. Η εφαρμογή τέτοιων παρεμβάσεων συμβάλλει στη διατήρηση ψυχικής ανθεκτικότητας και στη βιώσιμη ενσωμάτωση της τηλεργασίας στην καθημερινότητα.

Συμπέρασμα

Η τηλεργασία δεν συνιστά απλώς αλλαγή του χώρου εργασίας, αλλά μια βαθύτερη μετατόπιση της ψυχολογικής εμπειρίας της εργασίας. Αν και προσφέρει πρωτοφανή ευελιξία και αυτονομία, ενέχει ταυτόχρονα τον κίνδυνο ψυχικής εξάντλησης, απομόνωσης και θόλωσης των ορίων μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.

Η καλλιέργεια ψηφιακής ενσυνειδητότητας, η ψυχοεκπαίδευση και η ενίσχυση της αυτορρύθμισης αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για μια υγιή προσαρμογή στο νέο εργασιακό περιβάλλον. Η τηλεργασία μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο ευεξίας και ανάπτυξης, εφόσον πλαισιωθεί από επίγνωση, σαφή όρια και πρόθεση εσωτερικής ισορροπίας.

Βιβλιογραφία

• Allen, T. D., Golden, T. D., & Shockley, K. M. (2021). How effective is telecommuting? Assessing the status of our scientific findings. Psychological Science in the Public Interest, 22(3), 41–71. https://doi.org/10.1177/15291006211017302

• Davidson, R. J., & Kaszniak, A. W. (2015). Conceptual and methodological issues in research on mindfulness and meditation. American Psychologist, 70(7), 581–592. https://doi.org/10.1037/a0039512

• Derks, D., van Duin, D., Tims, M., & Bakker, A. B. (2014). Smartphone use and work–home interference: The moderating role of social norms and employee work engagement. Journal of Occupational and Organizational Psychology, 88(1), 155–177. https://doi.org/10.1111/joop.12083

• Golden, T. D. (2016). Altering the effects of telework on exhaustion: Exploring the role of peer communication support. Journal of Organizational Behavior, 37(8), 1127–1148. https://doi.org/10.1002/job.2102

• Kushlev, K., & Dunn, E. W. (2015). Checking email less frequently reduces stress. Computers in Human Behavior, 43, 220–228. https://doi.org/10.1016/j.chb.2014.11.005

• Loh, K. K., & Kanai, R. (2016). How has the Internet reshaped human cognition? The Neuroscientist, 22(5), 506–520. https://doi.org/10.1177/1073858415595005

• Suh, A., & Lee, J. (2017). Understanding teleworkers’ technostress and its influence on job satisfaction. Internet Research, 27(1), 140–159. https://doi.org/10.1108/IntR-06-2015-0181

• Tavares, A. I. (2017). Telework and health effects review. International Journal of Healthcare, 3(2), 30–36. https://doi.org/10.5430/ijh.v3n2p30

• Wang, B., Liu, Y., Qian, J., & Parker, S. K. (2021). Achieving effective remote working during the COVID-19 pandemic: A work design perspective. Applied Psychology, 70(1), 16–59. https://doi.org/10.1111/apps.12290

Σχετικά με τον συντάκτη

Βιογραφικά Στοιχεία
Κατερίνα Ζούζουλα
Κλινική Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια CBT, ACT Msc Διασυνδετική Ψυχιατρική

Η Κατερίνα Ζούζουλα είναι Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια (Αρ. Αδείας 13086),
αριστούχος του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και κάτοχος Μεταπτυχιακού
Διπλώματος στη Διασυνδετική Ψυχιατρική: Απαρτιωμένη Φροντίδα Σωματικής και Ψυχικής
Υγείας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών. Είναι πιστοποιημένη Ψυχοθεραπεύτρια στη Γνωσιακή
Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (CBT), στη Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης (ACT) και στη
Θεραπεία Εστιασμένη στη Συμπόνια (CFT).

Η κλινική της εμπειρία περιλαμβάνει συνεργασία με το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
«Αττικόν», όπου πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση και στη συνέχεια εργάστηκε ως
εξωτερική συνεργάτιδα στη Β’ Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιπρόσθετα,
είναι εξειδικευμένη στη χορήγηση ψυχομετρικών εργαλείων (MMPI-2, WAIS-IV) και έχει
δραστηριοποιηθεί εθελοντικά στο Εξειδικευμένο Κέντρο Ατόμων με ΔΑΦ «Ηλίανθος».
Εργάζεται ιδιωτικά διατηρώντας συνεχή δέσμευση στην επιστημονική κατάρτιση και εξέλιξη
μέσω εκπαιδεύσεων και συστηματικής εποπτείας.


Μοιραστείτε το άρθρο:
Ετικέτες:
Κατηγορίες:Εργασία